- μυριαγωγός
- μυριαγωγόςcarryingmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μυριαγωγός — μυριαγωγός, όν (Α) 1. αυτός που περιέχει ή μεταφέρει μύρια, δηλ. δέκα χιλιάδες μετρικές μονάδες 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ μυριαγωγός (ενν. ναῡς) το πλοίο που μπορεί να περιλάβει δέκα χιλιάδες μετρικές μονάδες («ὁ δὲ Τάγος... ἔχει βάθος μέγα, ὥστε… … Dictionary of Greek
μυριαγωγόν — μυριαγωγός carrying masc/fem acc sg μυριαγωγός carrying neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυρι(ο)- — (ΑΜ μυριο ) πρώτο συνθετικό πάρα πολλών λέξεων τής Ελληνικής, ιδιαίτερα τής μεσαιωνικής περιόδου, που ανάγεται είτε στο επίθ. μυρίος «άφθονος, αναρίθμητος» είτε στο μύριος «αυτός που αριθμείται σε 10. 000» και δηλώνει ότι το β συνθετικό υπάρχει ή … Dictionary of Greek
μυριαγωγώ — μυριαγωγῶ, έω (Α) [μυριαγωγός] (για πλοίο) μεταφέρω, περιέχω ή χωρώ μύρια, δέκα χιλιάδες μετρικές μονάδες … Dictionary of Greek
μυριοβόλος — μυριοβόλος, ον (Μ) μυριαγωγός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + βόλος (< βάλλω)] … Dictionary of Greek
μυριαγωγοῖς — μυριαγωγέω carry pres opt act 2nd sg (attic epic doric) μυριαγωγός carrying masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυριαγωγῶν — μυριαγωγέω carry pres part act masc nom sg (attic epic doric) μυριαγωγός carrying masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)